Η αλλαγή έρχεται όταν κάποιος γίνεται αυτό που είναι, όχι όταν προσπαθεί να γίνει αυτό που δεν είναι. Με άλλα λόγια, όσο πιέζομαι να αλλάξω, τόσο μένω ο ίδιος, στάσιμος. Και όσο είμαι ο εαυτός μου, όπως κι αν είναι τη δεδομένη στιγμή, τόσο αλλάζω. Αυτό υποστηρίζει η παράδοξη θεωρία της αλλαγής, η οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1970 από τον Arnold Beisser στην προσπάθεια του να περιγράψει τη στάση και τον τρόπο δουλειάς του Fritz Perls, ιδρυτή της Θεραπείας Gestalt.
Σύμφωνα με τον Beisser, ο Perls ήταν ζωντανό πράδειγμα αυτής της θεωρίας, καθώς παρέμεινε ο εαυτός του ακόμα κι όταν το περιβάλλον γύρω του δεν ήταν έτοιμο να αποδεχτεί τη στάση και τις θεωρίες του. Και αποδεχόταν αυτήν την αντίσταση εώς ότου ο κόσμος άλλαξε αρκετά, ώστε να μπορεί να ενσωματωθεί ο δικός του τρόπος στα δεδομένα.
Επίσης, ο Beisser αναφέρεται στις πολύ μεγάλες και συνεχόμενες αλλαγές που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κοινωνία. Σημειώνει ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται ο στόχος της θεραπείας να είναι η ευελιξία του ατόμου, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται και να εξελίσσεται μέσα στο συνεχώς εναλλασσόμενο περιβάλλον.
“Όταν κάποιος γίνεται αυτό που είναι…” στο εδώ και τώρα.
Για να μπορέσω να γίνω αυτό που είμαι, χρειάζεται να εστιάσω στο εδώ και τώρα. Αυτό που έχει σημασία είναι το πραγματικό, το οποίο, από την άποψη του χρόνου, είναι πάντα στο παρόν, και από την άποψη του χώρου, είναι αυτό που βρίσκεται εδώ, μπροστά μας. Μόνο, αν σταθώ στο παρόν, αν παρατηρήσω και περιγράψω αυτό που μου είναι διαθέσιμο τώρα, θα μπορέσω να το κατανοήσω ικανοποιητικά. Μόνο αν σταθώ σε αυτό που είναι, θα αποκτήσω γερό πάτημα για να προχωρήσω.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απαρνούμαι το παρελθόν και το μέλλον. Κάθε παρούσα στιγμή εμπεριέχει τις αναμνήσεις και τα βιώματά μας από το παρελθόν, καθώς και τα όνειρα και τους στόχους μας για το μέλλον. Άρα βιώνοντας την εμπειρία μου στο παρόν μπορώ να προσεγγίσω το παρελθόν και το μέλλον χωρίς όμως να χάνομαι μέσα σε αυτά.
Στην θεραπεία Gestalt, το άτομο καλείται να εστιάσει στο εδώ και τώρα αφήνοντας στην άκρη την ενασχόληση του με αυτό που ήταν πριν και αυτό που προσπαθεί να γίνει στο μετά. Εστιάζοντας στο παρόν, μένει σε αυτό που πραγματικά είναι και σε αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη. Στη διαδικασία αυτή δεν προσπαθεί πια να αλλάξει, αλλά γίνεται αυτό που είναι και το αποδέχεται.
Όσο παρατηρεί τον εαυτό του, αποκτά αληθινή συνείδηση κάθε στιγμής του εαυτού του και των ενεργειών του και βλέπει ποιες είναι οι σημερινές του δυσκολίες και πώς τις παράγει. Έπειτα μπορεί να δει πιο καθαρά τους τρόπους για να βοηθήσει τον εαυτό του να αντιμετωπίσει αυτές τις δυσκολίες στο σήμερα. Επιπλέον, κάθε δύσκολη κατάσταση που διαχειρίζεται, ενισχύει την ικανότητα του α υποστηρίζει τον εαυτό του κι έτσι διευκολύνει την αντιμετώπιση της επόμενης δυσκολίας και κατ’ επέκταση την εξέλιξή του.
Συνοψίζοντας, η παράδοξη θεωρία της αλλαγής υποστηρίζει ότι, όταν κάποιος πραγματικά αποκτά επίγνωση στο παρόν, η αλλαγή ξεδιπλώνεται από μόνη της. Όσο ζούμε στο παρελθόν ή στο μέλλον, εμποδίζουμε τον εαυτό μας να κάνει συνειδητά βήματα προς την ανάπτυξη. Όταν βρισκόμαστε πλήρως στο παρόν, τότε γίνεται ξεκάθαρη η κατεύθυνση προς την οποία χρειάζεται να κινηθούμε για να αναπτυχθούμε. Το μόνο μέρος από το οποίο μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα είναι από εκεί που πραγματικά βρισκόμαστε.
“… όχι όταν προσπαθεί να γίνει αυτό που δεν είναι” με εσωτερική σύγκρουση.
Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να προσπαθούμε να φέρουμε την αλλαγή με την επιβολή και τη δύναμη της θέλησής μας, υποτάσσοντας τον εαυτό μας στην ηθική και τις αξίες της κοινωνίας ή της κουλτούρας που μας ορίζει το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να είμαστε. Σε πολλές περιπτώσεις έχουμε “καταπιεί” τόσο πολύ αυτά τα “πρέπει” που τα υιοθετούμε άκριτα ως δικές μας απαιτήσεις. Ακριβώς επειδή αυτές οι απαιτήσεις έρχονται από έξω ως “πρέπει” και δεν έχουν προκύψει από την επαφή με τον πραγματικό εαυτό μας ως ουσιαστικές ανάγκες, όταν προσπαθούμε να τις επιβάλλουμε, βιώνουμε εσωτερική σύγκρουση.
Η σύγκρουση αυτή γίνεται ανάμεσα στο κομμάτι του εαυτού μας που ελέγχει, που επιβάλλεται (top dog) και του αυθόρμητου, συναισθηματικού και ασυνείδητου κομματιού μας (underdog). Όσο το ελεγκτικό κομμάτι προσπαθεί να αλλάξει τον εαυτό, τόσο το αυθόρμητο κομμάτι αντιστέκεται στην αλλαγή αυτή. Η διαδικασία αυτή προκαλεί διχασμό και διάσπαση της ζωτικής ενέργειας του ατόμου με αποτέλεσμα να κουραζόμαστε και τελικά να κερδίζει συνήθως το κομμάτι που αντιστέκεται. Γι’ αυτό ακόμη κι αν καταφέρουμε να κάνουμε κάποια αλλαγή με την επιβολή στον εαυτό μας, αυτή δεν κρατάει για πολύ.
Πολλοί το έχουμε νιώσει αυτό, όταν για παράδειγμα επιβάλουμε στον εαυτό μας μια νέα συμπεριφορά με αφορμή το ξεκίνημα της νέας χρονιάς, την οποία τελικά δεν καταφέρνουμε να κρατήσουμε για πολύ. Ή όταν επιβάλουμε στον εαυτό μας μια δίαιτα ή τη διακοπή του καπνίσματος γιατί “έτσι είναι το σωστό”, χωρίς να έχουμε δει πρώτα την εσωτερική μας ανάγκη να φροντίσουμε τον εαυτό μας.
Η εμπιστοσύνη στον οργανισμό
“Μόνο ένα πράγμα μπορεί να έχει τον έλεγχο: η ίδια η κατάσταση. Αν αντιληφθείς την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι και της επιτρέψεις να καθοδηγήσει τη δράση σου, τότε μαθαίνεις να αντιμετωπίζεις τη ζωή σου.” – Perls
Αυτό που ουσιαστικά προτείνει ο Perls με την παραπάνω δήλωση είναι η εμπιστοσύνη στην οργανική αυτορρύθμιση. Σύμφωνα με την αρχή της οργανικής αυτορρύθμισης, ο οργανισμός έχει την τάση να προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία του, η οποία συνεχώς διαταράσσεται από τις νέες ανάγκες που προκύπτουν, και επανέρχεται όταν οι ανάγκες αυτές ικανοποιούνται. Αυτή είναι η διαδικασία μέσα από την οποία κάθε οργανισμός εξελίσσεται.
Όταν, λοιπόν, ένας άνθρωπος βιώνει την κάθε στιγμή στο εδώ και τώρα και έρχεται σε επαφή με τις εσωτερικές του ανάγκες, είναι ελεύθερος να ακολουθήσει τη διαδικασία της αυτορρύθμισης και να προσαρμοστεί στην κατάσταση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για εκείνον, προκειμένου να διατηρήσει την ισορροπία. Η παράδοξη θεωρία της αλλαγής υποστηρίζει ακριβώς αυτό. Κάθε στιγμή αλλάζουν οι ανάγκες μου και οι συνθήκες του περιβάλλοντος. Όσο είμαι ο εαυτός μου και μου επιτρέπω να προσαρμόζομαι δημιουργικά στο περιβάλλον μου, τόσο αλλάζω.
Τελειώνοντας, φαίνεται ότι η παράδοξη θεωρία της αλλαγής περιγράφει μια φυσική και αβίαστη ροή στη διαδικασία της αλλαγής. Ωστόσο, ονομάζεται παράδοξη καθώς είναι αντίθετη από την παραδοσιακή και κοινά αποδεκτή μορφή της αλλαγής, η οποία έχει ως κριτήρια τη θέληση και την αποφασιστικότητα για αλλαγή με γνώμονα τις ηθικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες. Με αυτήν την παραδοσιακή μορφή αλλαγής ανατρεφόμαστε και εκπαιδευόμαστε και αυτή έχουμε μάθει να πιστεύουμε ως τον καλύτερο τρόπο. Αν σταθούμε, όμως, να παρατηρήσουμε λίγο, βλέπουμε ότι πολλές και σημαντικές αλλαγές γίνονται τελείως φυσικά (π.χ. το παιδί μαθαίνει να μιλάει γιατί έχει ανάγκη να επικοινωνήσει, όχι γιατί το βάζει σκοπό να κατακτήσει το επόμενο αναπτυξιακό στάδιο, όπως “πρέπει”!). Το σίγουρο είναι ότι καθημερινά στη ζωή μας συμβαίνουν και οι δυο αυτές μορφές αλλαγής. Ο καλύτερος τρόπος για να δούμε πώς λειτουργεί η καθεμία και να την εμπιστευτούμε, είναι να εστιάσουμε στο εδώ και τώρα και να την παρατηρήσουμε.